ἐλέγχει

ἐλέγχει
ἔλεγχος 1
reproach
neut nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐλέγχεϊ , ἔλεγχος 1
reproach
neut dat sg (epic ionic)
ἔλεγχος 1
reproach
neut dat sg
ἐλέγχω
disgrace
pres ind mp 2nd sg
ἐλέγχω
disgrace
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐλέγχε' — ἐλέγχεα , ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἐλέγχει , ἔλεγχος 1 reproach neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἐλέγχεϊ , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg (epic ionic) ἐλέγχει , ἔλεγχος 1 reproach neut dat sg ἐλέγχεε , ἔλεγχος 1… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

  • δικαστήρια — Σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 26) τα δ. ασκούν τη δικαστική λειτουργία του κράτους. Στην Ελλάδα, η δομή και η οργάνωση των δ. ρυθμίστηκε θεμελιωδώς, μετά τη σύσταση του Βασιλείου, από τον Οργανισμό των Δικαστηρίων και Συμβολαιογραφείων… …   Dictionary of Greek

  • Κασμίρ — (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ… …   Dictionary of Greek

  • ελεγκτής — ο 1. αυτός που ελέγχει. 2. υπάλληλος που ελέγχει τη διαχείριση άλλων υπαλλήλων. 3. τεχνικό όργανο που ελέγχει την καλή λειτουργία των μηχανημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • обличати — ОБЛИЧА|ТИ (186), Ю, ѤТЬ гл. 1.Раскрывать, обнаруживать, выявлять: и таино бывающюю намъ красотѹ обличѧющю. и дрѹгъ дрѹгѹ бл҃говѣстѹюще. УСт XII/XIII, 252 об.; точью ѥдинъ б҃ъ, ср(д)чна˫а свѣдыи, не || ѡблича˫а дондеже раздѣлениѥ д҃ши и тѣлѹ ГА… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αστυνομία — Κρατική εξουσία που έχει ως έργο την τήρηση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας και την κατοχύρωσή τους από κάθε απειλή. Η συγκρότηση της κρατικής αυτής δύναμης αποτελεί εκδήλωση της ανάγκης των κοινωνικών ομάδων να προστατευτεί το κύρος των νόμων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”